Ο ζύθος αποτελεί ένα πολύ γνωστό αλκοολούχο ποτό από τα αρχαία χρόνια, αφού υπάρχουν αναφορές για την παραγωγή του από την αρχαία Αίγυπτο και Μεσοποταμία από το 4,000 π.Χ.
Σε ποιήματα των Σουμέριων (αρχαίος λαός της Μεσοποταμίας που εμφανίστηκε περί το 6000 π.Χ.) υπάρχει η αρχαιότερη αναφορά περί ζυθου, που θεωρείται και ως η αρχαιότερη γραπτή συνταγή για την παρασκευή του ζύθου, ενώ η πρώτη σαφής απόδειξη σχετικά με τον ζύθο αφορά μια ανάγλυφη αναπαράσταση που χρονολογείται περί το 3,000-2,800 π.Χ., πάλι από τους Σουμέριους. Δίκαιο λοιπόν μπορεί να χαρακτηριστεί ότι ο ζύθος είναι ένα αλκοολούχο προιόν που γεννήθηκε στη Μεσοποταμία από τον λαό των Σουμέριων! Οι Σουμέριοι μάλιστα είχαν ως προστάτιδα της παρασκευής του ζύθου την Θεά Νινκάσι, η οποία γέννησε το «αφρώδες νερό» και δίδασκε τους ανθρώπους την παρασκευή αλκοολούχων ποτών. Σε πήλινες πλάκες, που χρονολογούνται από το 1.800 π.Χ., βρέθηκε επίσης ο «Ύμνος στη Νινκάσι» που περιγράφει τη διαδικασία παρασκευής του ζύθου υπό τη μορφή προσευχής, έτσι ώστε να μεταδίδεται εύκολα η σχετική γνώση σε μία εποχή που οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν αναλφάβητοι.
Οι παραπάνω ιστορικές αναφορές φέρνουν την παρασκευή του ζύθου ως μια καθαρά γυναικεία δραστηριότητα και προνόμιο, αλλά και υποχρέωση, καθώς η επεξεργασία τροφών και βοτάνων συνδεόταν πάντοτε με δύο χαρακτηριστικά της παραδοσιακής γυναικείας εργασίας, τη μαγειρική και την ιατρική φροντίδα! Το γεγονός δε ότι προστάτιδα του ζύθου ήταν μια γυναικεία θεότητα αποκαλύπει τη μακραίωνη σχέση των γυναικών με την παρασκευή του ζύθου ειδικά από τη στιγμή που είχαν μια μακραίωνη παράδοση στην απόσταξη, την αρωματοποιία και άλλες χημικές δραστηριότητες.
Ακολούθως οι Βαβυλώνιοι, οι οποίοι διαδέχθηκαν τους Σουμέριους, αρχισαν τα παρασκευάζουν ζύθους από διάφορα δημητριακά, ενώ στον κώδικα του Χαμουραμπί (βασιλιάς της Βαβυλωνίας / 1,792 – 1,750 π.Χ.) ήταν κατοχυρωμένο το δικαίωμα της ατομικής κατανάλωσης του ζύθου, όπου η ποσότητα ήταν ανάλογη της κοινωνικής θέσης. Την ίδια περίοδο, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι καταγράφουν ήδη τέσσερα διαφορετικά είδη ζύθου που παρασκευαζόταν από κριθάρι και άλλα δημητριακά, αποτελόντας το κυριότερο ποτό κατά την περίοδο εορτών, αλλά και για καθημερινή χρήση. Αξιοσημείωτο, και στους λαούς της Αρχαίας Αιγύπτου, είναι ότι και εκεί η παρασκευή ζύθου (αλλά και ψωμιού) θεωρούνταν αποκλειστικά μια κυρίαρχη γυναικεία ενασχόληση, όπως και τα επαγγέλματα του αρτοποιού, του ζυθοποιού και του ταβερνιάρη.
Στην βορειοδυτική περιοχή της Μεσογείου, οι Αρχαίοι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με την παρασκευή ζύθου λίγο πριν το 1,000 π.Χ. χάρη στους Αιγύπτιους και σύμφωνα με τον Πρεσβύτερο Πλίνιο (φυσικός φιλόσοφος, 23 – 79 μ.Χ), οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν το λυκίσκο, ως μέσο βελτίωσης της γεύσης και αλλά και συντήρησης του ζύθου! Παρόλα ταύτα, στην Αρχαία Ελλάδα ο ζύθος θεωρείτο ως ποτό κατώτερης ποιότητας από το κρασί, για αυτό και είχε μεγάλη διάδοση στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις και ήταν περισσότερο ευπρόσδεκτος στους βορειότερους λαούς, όπως ήταν οι Θράκες, οι Σκύθες, οι Αρμένιοι και οι Ίβηρες.
Στην Κεντρική Ευρώπη, τόσο οι Κέλτες, αλλά και άλλες γερμανικές φυλές γνώριζαν την ύπαρξη του ζύθου από τον 1ο αιώνα π.Χ., όμως για βελτίωση της γεύσης του χρησιμοποιούσαν μείγματα διαφόρων χορταρικών και βοτάνων, ενώ η παρασκευή του έπιασε μεγάλη εξάπλωση ως μια κλασική αποκλειστική δραστηριότητα των γυναικών στα σπίτια και ταβέρβες της εποχής. Ακολούθησε μια αργή πορεία στην ενσωμάτωση του λυκίσκου για την παρασκευή του ζύθου, με σημείο αναφοράς στην καλλιέργεια λυκίσκου το 768 μ.Χ από τη Μονή Φράιζινγκ της Βαυαρίας, όπου και αρχίσει η περίοδος της ουσιαστικής εμπλοκής διαφόρων μοναστηριών στην παρασκευή ζύθων.
Η στενή, μέχρι σήμερα, σχέση των γερμανικών μοναστηριών και της ζυθοποιίας οφείλεται στο γεγονός πως ο ζύθος, λόγω των σημαντικών θρεπτικών συστατικών του, βοηθούσε τους μοναχούς στο να αντέξουν τις μακροχρόνιες νηστείες. Κατά τον 12ο αιώνα η Γερμανίδα φιλόσοφος και μοναχή Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν (θρησκευτική ηγέτιδα / 1,098 – 1,179 μ.Χ) περιέγραψε τη χρήση λυκίσκου στην παρασκευή του ζύθου και εξήγησε τις συντηρητικές και αντισηπτικές ιδιότητές του, ενώ μέχρι και σήμερα θεωρείται ανεπίσημα η «προστάτιδα του ζύθου»!
Με την πάροδο των αιώνων ο ζύθος έπαψε να παράγεται στα σπίτια και σε ταβέρνες και μετατράπηκε σε ένα εμπορεύσιμο είδος, λόγω της πλατιάς λαικής εξάπλωσης, αποτελώντας παράλληλα και σημαντική πηγή εσόδων για τους εμπόρους, ενώ άρχισαν να εμφανίζονται και οι πρώτοι νόμοι που ρύθμιζαν τη ποιότητα του προϊόντος. Φτάνοντας στο 1,516, ο Βαυαρός δούκας Γουλιέλμος ο Δ’ εξέδωσε τον «Νόμο περί καθαρότητος» (γερμ.: Reinheitsgebot) που αποτελεί και τον αρχαιότερο διατροφικό κανονισμό που ισχύει μέχρι σήμερα, όπου στη γερμανική ζυθοποιία δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται άλλη πρώτη ύλη εκτός από κριθάρι, λυκίσκο και καθαρό νερό (στον νόμο τότε δεν αναφερόταν καθόλου η μαγιά, καθώς δεν ήταν ακόμη πλατιά διαδοδομένη).
Κάπου εκεί, αρχίζει και η περιοδική αποκοπή των γυναικών από τη διαδικασία παραγωγής του ζύθου, αφού η εμπορική παραγωγή του ζύθου ρυθμίζεται και οι γυναίκες χάνουν τα δικαιώματα περί εργασίας. Έτσι, σταδιακά οι γυναίκες αποκλείστηκαν εντελώς από την εμπορική παραγωγή ζύθου μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα όπου απέκτησαν ξανά πρόσβαση στον εργασιακό χώρο.
Με το πέρασμα των χρόνων, η διαδικασία της ζυθοποιίας βελτιώθηκε σημαντικά με σημαντικό σταθμό την ανακάλυψη στα μέσα του 19ου αιάνω της τεχνητής ψύξης, η οποία επέτρεψε την παραγωγή κάθε είδους ζύθου ανεξάρτητα από την εποχή του χρόνου, ενώ λίγο αργότερα η ζυθοποιία τελειοποιήθηκε, μετά τα πειράματα του E.C. Hansen (Δανός μυκητολόγος και φυσιολόγος ζύμωσης / 1,842 – 1,909) γύρω από τους ζυμομύκητες. Τέλος, τον 19ο αιώνα εξελίχθηκαν οι διαδικασίες εμφιάλωσης των ζύθων που αποτέλεσε και την πλήρες εμποροποίηση του ζύθου!